Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

1) ο αγωνιστής

  • 1 борец

    борец м 1) ο αγωνιστής борцы за мир οι αγωνιστές της ειρήνης 2) спорт, о παλαιστής
    * * *
    м
    1) ο αγωνιστής

    борцы́ за мир — οι αγωνιστές της ειρήνης

    2) спорт. ο παλαιστής

    Русско-греческий словарь > борец

  • 2 борец

    борец
    λ
    1. ὁ ἀγωνιστής, ὁ μαχητής, ὁ πρόμαχος:
    \борец за свободу ὁ ἀγωνιστής τής λευτεριάς, ὁ ἀγωνιζόμενος γιά τήν ἐλευθερία; борцы за мир οἱ ἀγωνιστές τής εἰρήνης;
    2. спорт. ὁ παλαιστής.

    Русско-новогреческий словарь > борец

  • 3 боец

    бойца α.
    1. μαχητής, πολεμιστής.
    2. μτφ. αγωνιστής.
    3. στρατιώτης, φαντάρος, οπλίτης.

    Большой русско-греческий словарь > боец

  • 4 борец

    -рца α.
    1. αγωνιστής, μαχητής.
    2. παλαιστής. ακόνιτο, σκορπιδόχορτο.

    Большой русско-греческий словарь > борец

  • 5 ветеран

    α.
    παλαίμαχος, παλαιός πολεμιστής, αγωνιστής, βετεράνος. || πεπειραμένος, έμπειρος.

    Большой русско-греческий словарь > ветеран

  • 6 неутомимый

    επ., βρ: -мим, -а, -о
    ακούραστος•

    неутомимый конь ακούραστο άλογο•

    неутомимый изобретатель ακούραστος εφευρέτης•

    неутомимый борец за мир ακούραστος αγωνιστής της ειρήνης.

    Большой русско-греческий словарь > неутомимый

  • 7 свобода

    θ.
    1. ελευθερία• λευτεριά•, равенство и братство ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα•

    завоевать -у καταχτώ τη λευτεριά•

    борец за -у αγωνιστής της λευτεριάς•

    свобода полная свобода πλήρης ελευθερία•

    относительная -σχετική ελευθερία•

    ограниченная свобода περιορισμένη ελευθερία•

    любовь к -е αγάπη για τη λευτεριά (φιλελευθερία)•

    свобода собраний ελευθερία του συνέρχεσθαι•

    свобода печати ελευθερία τύπου•

    предоставить -у действий παρέχω ελευθερία δράσης•

    свобода вероисповедения ανεξίθρησκεία•

    демократические -ы δημοκρατικές ελευθερίες•

    выпустить на -у αφήνω ελεύθερον•

    лишить -у στερώ της ελευθερίας•

    свобода торговли ελευθερία εμπορίου•

    свобода передвижения ελευθερία μετακίνησης.

    || απελευθέρωση.
    2. ευκολία•

    отвечать с -ой απαντώ ελεύθερα.

    3. ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος. || οικειότητα, θάρρος.
    εκφρ.
    свобода рук – ελευθερία δράσης•
    на -е – στον ελεύθερο χρόνο•
    дать -уβλ. στη λ. воля.

    Большой русско-греческий словарь > свобода

См. также в других словарях:

  • ἀγωνιστής — combatant masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγωνιστής — ο (Α ἀγωνιστής) (Ν θηλ. ίστρια) [ἀγωνίζομαι] 1. αυτός που αγωνίζεται σε πόλεμο, μαχητής, πολεμιστής 2. ανταγωνιστής σε αθλητικό αγώνα, αθλητής 3. αυτός που αγωνίζεται ειρηνικά για κάτι, υπέρμαχος, υποστηρικτής νεοελλ. για τους αγωνιστές τής… …   Dictionary of Greek

  • αγωνιστής — ο θηλ. ίστρια 1. αθλητής: Οι αγωνιστές ανήκαν κυρίως σε δύο αθλητικούς συλλόγους. 2. μαχητής: Οι αγωνιστές της Αντίστασης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αλεξοχρήστου, Γεώργιος — Αγωνιστής του 1821 από το Ξηροχώρι Ευβοίας. Πήρε μέρος σε διάφορες μάχες, πρώτα ως απλός αγωνιστής και αργότερα ως εικοσιπένταρχος στη χιλιαρχία του Δ. Τσάμη Καρατάσσου. Μετά την απελευθέρωση υπηρέτησε στο σώμα της Oρoφυλακής και στη Φάλαγγα. (Η… …   Dictionary of Greek

  • Αλούκος, Θεόδωρος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το χωριό Καψάλι της Καρυστίας. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες, με αρχηγούς τους Κριεζώτη και Ρούκη. Ο αδελφός του, Κωνσταντίνος, ήταν επίσης εθνικός αγωνιστής …   Dictionary of Greek

  • Νικόδημος, Κωνσταντίνος — Αγωνιστής του 1821 από τα Ψαρά. Το 1823 πήρε μέρος στη ναυμαχία του Τρίκκερι, όπου με κίνδυνο της ζωής του έκαψε το πυρπολικό του. Επίσης, στη ναυμαχία της Λέσβου (1824) πυρπόλησε τουρκική κορβέτα. Μετά την απελευθέρωση κατατάχτηκε στο Ναυτικό… …   Dictionary of Greek

  • Παπατσώνης, Δημήτριος — Αγωνιστής και πολιτικός από την Ανδρούσα. Πολέμησε στο Βαλτέτσι και στην πολιορκία της Τρίπολης. Μετά την άλωση της Τρίπολης (23 Σεπτεμβρίου 1821) εξελέγη γερουσιαστής στην πελοποννησιακή γερουσία. Πολέμησε επίσης στα Δερβενάκια και σε άλλες… …   Dictionary of Greek

  • αμανίτης — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Αθήνα. Σκοτώθηκε μόλις άρχισε η Επανάσταση σε συμπλοκή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων κοντά στην Αθήνα. * * * ο (Α ἀμανίτης) 1. μύκητας, μανιτάρι 2. (συνήθως στον πληθυντικό) οἱ ἀμανῖται περιληπτική ονομασία όλων …   Dictionary of Greek

  • Αβραμάκος, Μιχαήλ — Αγωνιστής του 1821. Γεννήθηκε στο χωριό Γέρμα της Οιτύλου. Πολέμησε στην Τρίπολη, την Κόρινθο, το Μεσολόγγι και στις πολιορκίες κάστρων της Μεσσηνίας …   Dictionary of Greek

  • Αβραντίνης, Αναστάσιος — Αγωνιστής του 1821. Γεννήθηκε στις Σπέτσες. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1821 κατόρθωσε να εισχωρήσει στο φρούριο της Τριπολιτσάς και να ανοίξει τις πύλες του, οπότε και εισέβαλαν οι Έλληνες πολιορκητές …   Dictionary of Greek

  • Αγαγιώτης, Μανώλης — Αγωνιστής του 1821. Ιδιοκτήτης ιστιοφόρου, πήρε μέρος στην Επανάσταση μεταφέροντας τρόφιμα και στρατιωτικά εφόδια στην περιοχή της Εύβοιας και των Σποράδων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»